Φτάνει να ακουμπήσουμε σ’ αυτή!
το ραδιοφωνικό. Ράδιο Ήρα, Αγροτικοί Ραδιοθάλαμοι Δαλαμανάρας, κατά το… «Αγροτικά Στούντιο» του Νίκου Παπάζογλου… Πάει κι ο Νικόλας και πολύ πιο πριν το Ράδιο Ήρα. Τότε, λοιπόν, στο γύρισμα της ώρας που ‘πέφταν» τα μηνύματα και το σήμα του Σταθμού, είχαμε πρόχειρα και κάποια τραγούδια λίγο… μπόλικα, όσον αφορά τη διάρκεια. Για να κάνουμε κανένα τσιγάρο, για να πάρουμε κανένα τηλέφωνο ή, ακόμα, για να προκάμουμε να εξυπηρετήσουμε κάποια βιαστική ανθρώπινη ανάγκη…
Ένα από αυτά τα τραγούδια ήταν και το «Ένα κι ένα» του Νικόλα, διάρκεια 4:36΄παρακαλώ και μας εξυπηρετούσε αφάνταστα. Το έχουμε βάλει, λοιπόν, να παίζει και έχω βγει για λίγο να μαζέψω ήλιο στην αυλή. Για όσους δεν γνωρίζουν την ιστορία του Ράδιο Ήρα, να πω πως βρισκόταν και λειτουργούσε σε μια αποθήκη στο σπίτι μου, στη Δαλαμανάρα. Και γύρω χωράφια με πορτοκαλιές. Εξ’ ου και οι «Αγροτικοί Ραδιοθάλαμοι…».
Εκεί, λοιπόν που λιαζόμουνα και άκουγα πως «μετά τον Ησαΐα, ένα κι ένα κάνουν… τρία» έρχεται ο μπάρμπα Νίκος, ο πατέρας μου, και μου λέει: «Δεν πας στο χωράφι να εξηγήσεις στον Αλβανό πώς να βάζει τα κλαρούδια επάνω στα καβάλια;» «Μα σε ένα λεπτό μπαίνω να συνεχίσω την εκπομπή» αντέτεινα εγώ. Και ο πατέρας μου, κοιτώντας με σαν… εξωγήινο: «Μα θα αφήσουμε τη δουλειά για να ασχοληθούμε με τα… τραγούδια;», αφήνοντάς με άφωνο με την απλή λογική του. Όπως, επίσης, δεν μπορούσα, τότε, να αντιληφθώ τον προβληματισμό του: «Όταν με ρωτάνε τι δουλειά κάνει ο γιός του τι να τους λέω, πως βάζει τραγούδια;»
Ο χρόνος κύλησε από τότε, έτσι είναι ο χρόνος, δυστυχώς, κυλάει και φεύγει και μας παρασύρει στο διάβα του, πάει το Ράδιο Ήρα, είναι ανάμνηση παλιά, που τραγουδάει ο Πάριος, πάει κι ο μπάρμπα Νίκος, φυλάει το κυπαρίσσι στην Αγιά Παρασκευή, καθάρισε και ο Παρατηρητής, στο έντυπο σκέλος του, καθότι άκρως επιβαρυντικός στην τσέπη. Απέμεινα με την οθόνη του υπολογιστή και το ίντερνετ συντροφιά κι από δουλειά, να ‘ναι καλά τα χωράφια. Δικαιώθηκε, τελικά, ο πατέρας.
Αυτό σκεφτόμουνα σήμερα το απόγευμα, καθώς ψιλόβρεχε κι εγώ χωμένος ανάμεσα στα μπόλια τα Νόβα, να κόβω, φυλάγοντας μην κόψω και κανά δάχτυλο μαζί, κοιτάζοντας να προλάβω να γεμίσω, όσα τελάρα μπορούσα περισσότερα, προτού με πιάσει η νύχτα. Αφού σκοτείνιασε και μετέφερα στο σπίτι, πάνω στη ρεμούλκα του τρακτέρ, του φίλου μου του Μήτσου, γεμάτες και άδειες κλούβες (καθότι κυκλοφοράνε… αρπακτικά διάφορα), δανείστηκα και ένα αγροτικό να πάω να πάρω καμιά κατοστή ακόμα για αύριο. Κανόνισα και το φαΐ για το συνεργείο στα μέρλιν, που θα κόψουν το πρωί και, τέλος, πήρα τη μάνα μου: «Αν με βλέπει από κάπου ο πατέρας, θα κάνει… το σταυρό του με το αριστερό!» της είπα.
Κατάλαβε, όπως κατάλαβα κι εγώ, τελευταία, πως ό,τι και να γίνει, η γη δεν θα χάσει ποτέ την αξία της και όπως έθρεψε γενιές και γενιές θα συνεχίσει να μας θρέφει και στο τέλος, αυτή θα μας σώσει. Φτάνει να το έχουμε πάρει με το μέσα μυαλό, να τη νοιώσουμε, να την αγαπήσουμε και να ακουμπήσουμε σ’ αυτή!
Αυτό σκεφτόμουνα σήμερα το απόγευμα, καθώς ψιλόβρεχε κι εγώ χωμένος ανάμεσα στα μπόλια τα Νόβα, να κόβω, φυλάγοντας μην κόψω και κανά δάχτυλο μαζί, κοιτάζοντας να προλάβω να γεμίσω, όσα τελάρα μπορούσα περισσότερα, προτού με πιάσει η νύχτα. Αφού σκοτείνιασε και μετέφερα στο σπίτι, πάνω στη ρεμούλκα του τρακτέρ, του φίλου μου του Μήτσου, γεμάτες και άδειες κλούβες (καθότι κυκλοφοράνε… αρπακτικά διάφορα), δανείστηκα και ένα αγροτικό να πάω να πάρω καμιά κατοστή ακόμα για αύριο. Κανόνισα και το φαΐ για το συνεργείο στα μέρλιν, που θα κόψουν το πρωί και, τέλος, πήρα τη μάνα μου: «Αν με βλέπει από κάπου ο πατέρας, θα κάνει… το σταυρό του με το αριστερό!» της είπα.
Κατάλαβε, όπως κατάλαβα κι εγώ, τελευταία, πως ό,τι και να γίνει, η γη δεν θα χάσει ποτέ την αξία της και όπως έθρεψε γενιές και γενιές θα συνεχίσει να μας θρέφει και στο τέλος, αυτή θα μας σώσει. Φτάνει να το έχουμε πάρει με το μέσα μυαλό, να τη νοιώσουμε, να την αγαπήσουμε και να ακουμπήσουμε σ’ αυτή!
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Υπέροχο το κείμενό σου Γιώργο!
ΑπάντησηΔιαγραφή..και ο τίτλος του επίσης!
Καλή χρονιά!